- ὑπερβατήρια
- ὑπερβατήριοςofneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερβατήριος — ον, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε υπέρβαση, σε διάβαση 2. (σχετικά με θυσία) αυτός που γίνεται για την υπέρβαση, για τη διάβαση («τὰ ὑπερβατήρια θύειν», Πολύαιν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερβαίνω (πρβλ. ὑπέρβασις) + κατάλ. τήριος (πρβλ. ἐμ βα… … Dictionary of Greek